- ψοφητικόν
- ψοφητικόςable to make a noisemasc acc sgψοφητικόςable to make a noiseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψοφητικός — ή, όν, Α [ψοφῶ (Ι)] 1. (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφητικόν καθετί που μπορεί να κάνει θόρυβο … Dictionary of Greek